Η σύσταση εταιρείας στο εξωτερικό είναι παράλογη.

Αναφέρομαι σε τεχνολογικές start-up, οι ιδρυτές των οποίων ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, ενώ δεν συμμετέχουν —ιδίως θεσμικοί— επενδυτές. Παρακάτω εξηγώ το γιατί.

Κατά την φτωχή μου εμπειρία, εν μέσω ποικίλων λαθών, έχω εμπλακεί στη σύσταση Ελληνικών εταιρειών κάθε μορφής (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, περιορισμένης ευθύνης, ανώνυμη, οσονούπω και ιδιωτική κεφαλαιουχική), επίσης Κυπριακών και Βρετανικών περιορισμένης ευθύνης, καθώς και έχω εκτεθεί σε διάφορες εταιρικές μορφές αριθμού άλλων δικαιοδοσιών. Μπορώ να μοιραστώ τα εξής.

Σύσταση

Το κόστος και η πολυπλοκότητα της διαδικασίας σύστασης ποικίλουν. Για παράδειγμα, στην Βρετανία και σε άλλες δικαιοδοσίες μπορεί κανείς να συστήσει μία εταιρεία πλήρως ηλεκτρονικά, με θεωρητικά μηδενικό κόστος. Στην Ελλάδα, η υπηρεσία μίας στάσης ακόμα απαιτεί κάποιες ημέρες για την ολοκλήρωση της σύστασης, η ηλεκτρονική εκδοχή της παραμένει ημιτελής, ενώ το κόστος είναι μη αμελητέο.

Στην πράξη ωστόσο, κάποιος θα ζητήσει τη συμβουλή ειδικού ακόμα και στις καλύτερες των δικαιοδοσιών, κατά συνέπεια το κόστος σπάνια είναι μηδενικό. Επίσης, η ευκολία της διαδικασίας με τις τοπικές αρχές συχνά αντισταθμίζεται από μεγαλύτερη δυσκολία, για παράδειγμα, κατά το άνοιγμα εταιρικού τραπεζικού λογαριασμού εξ’ αποστάσεως. Τέλος, ένας πάροχος υπηρεσιών που χρεώνει πολύ φθηνά τη σύσταση συχνά συνοδεύει την προσφορά του με αρκετούς αστερίσκους που συνεπάγονται υψηλότερο κόστος λειτουργίας στη συνέχεια.

Εν τέλει, μία αξιόπιστη υπόθεση εργασίας είναι πως το κόστος σύστασης ανέρχεται περίπου σε 1-3 χιλιάδες ευρώ και ο χρόνος έως μία πλήρως λειτουργική εταιρική οντότητα σε λίγες εβδομάδες, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας που θα επιλεχθεί. Επίσης, χρειάζεται πρωτίστως να γίνει κατανοητό ότι η σύσταση δεν είναι σημαντική όσο τυπικά νομίζει κανείς. Είναι κοντόφθαλμη πρακτική η επιλογή εταιρικού σχήματος ή δικαιοδοσίας που θα κοστίσει λίγα ευρώ λιγότερο ή θα ολοκληρωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα, αν αυτή οδηγεί σε ακριβότερες ή περισσότερο χρονοβόρες διαδικασίες κατά τη λειτουργία της εταιρείας.

Παρατηρώ λοιπόν δύο άκρα στις προσεγγίσεις πολλών φιλόδοξων επιχειρηματιών αναφορικά με το ζήτημα της σύστασης. Κάποιοι εξερευνούν διεξοδικά όλες τις πιθανές λύσεις, ιδίως αυτές που ακούγονται εξωτικές ή προτείνονται ως βέλτιστες σε άλλες γεωγραφίες, καταλήγοντας να ξοδεύουν το κύριο αγαθό τους —τον χρόνο τους— λύνοντας το λάθος πρόβλημα ή για την ακρίβεια δημιουργώντας πολλά μεγαλύτερα. Κάποιοι άλλοι επικαλούνται τις —υπαρκτές— δυσκολίες της σύστασης για τη ματαίωση της προσπάθειάς τους να επιχειρήσουν. Για τους τελευταίους έχω μονάχα να αναφέρω πως, αν κάποιος θέλει πραγματικά να διασχίσει το πέλαγος, δεν πρόκειται να σταματήσει λόγω κίνησης στο λιμάνι.


Λειτουργία

Το κόστος λειτουργίας μίας εταιρείας ποικίλει λιγότερο στις διάφορες δικαιοδοσίες, μπορεί κανείς να υπολογίζει περί τις 2-3 χιλιάδες ευρώ ανά έτος για τη συντήρηση μιας εταιρείας με μικρό αριθμό συναλλαγών σε λογιστικά και λοιπά διαχειριστικά έξοδα. Σωστά, η συντήρηση δεν είναι πουθενά ούτε δωρεάν ούτε αυτόματη και κάποιος μπορεί να ισχυριστεί πως η εύρεση και η επικοινωνία με τους διάφορους παρόχους υπηρεσιών είναι ευκολότερη όταν υπάρχει προσωπική επαφή δια ζώσης. Αρκετές γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι ευκολότερες σε άλλες δικαιοδοσίες, ωστόσο παντού για παράδειγμα χρειάζεται να υποβάλλει κανείς φορολογική δήλωση και η διεθνώς αποδεκτή γλώσσα αυτής είναι κατά γενική ομολογία η κινεζική.

Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι το κόστος, ούτε οι πάροχοι. Είναι μια σειρά πραγμάτων που μοιάζουν αυτονόητα αλλά εξ’ αποστάσεως δεν λειτουργούν, με κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν μπορούν να προβλεφθούν εξ’αρχής και προκύπτουν αναπάντεχα κατά Μέρφι, επίσης ότι η επίλυσή τους κοστίζει σε χρήμα και χρόνο. Για παράδειγμα, πώς πραγματοποιείται η επικύρωση του γνησίου της υπογραφής, παρουσία του διευθύνοντα συμβούλου σε δημόσια υπηρεσία ή συμβολαιογράφο της χώρας σύστασης; Μία λύση λέγεται apostille, μία άλλη πρέσβης, μία τρίτη αεροπλάνο και όλες μαζί σε ωθούν να εκτιμήσεις τα μάλα το γειτονικό σου ΚΕΠ.

Παρουσία

Μία εταιρεία, ακόμα και αν παρέχει αποκλειστικά ηλεκτρονικά υπηρεσίες με διεθνείς παραλήπτες και αρχικά δεν απασχολεί προσωπικό, θα χρειαστεί χωρίς καμία αμφιβολία κάποια στιγμή να έχει τοπική παρουσία και δραστηριότητα (για να νοικιάσει ένα χώρο, να κάνει μία πρόσληψη, και άλλα πολλά). Προαπαιτούμενο για να συμβεί αυτό είναι η ύπαρξη Ελληνικού νομικού προσώπου.

Επομένως, αν κάποιος έχει δημιουργήσει αρχικά μία εξωχώρια εταιρεία, χρειάζεται να συστήσει υποκατάστημα ή παράρτημα αυτής στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια, καλείται κανείς να κάνει εκ του μηδενός αυτό το οποίο είχε προσπαθήσει αρχικά με κάθε τρόπο να αποφύγει. Για την ακρίβεια, τώρα απαιτείται εκτός των άλλων και μία σειρά εγγράφων της μητρικής εταιρείας σε επίσημη μετάφραση στα Ελληνικά, διαδικασία που πάλι κοστίζει αρκετά σε χρήματα και χρόνο. Ποιο τελικά το κέρδος από την εξωχώρια σύσταση;

Φορολογία

Η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι προφανής, χαμηλότερη φορολογία. Είναι γεγονός πως, για παράδειγμα, φορολογία 20% επί των αδιανέμητων μερισμάτων και έξτρα 25% επί των διανεμόμενων συνιστά, αν μη τι άλλο, ικανό λόγο για κάποιον ώστε να προτιμήσει δικαιοδοσίες με συνολική φορολογία 10% ή πλήρη απαλλαγή φόρου για νέες εταιρείες με εισοδήματα έως 75 χιλιάδες ετησίως.

Προσωπικά θεωρώ ωστόσο πως ο φορολογικός σχεδιασμός, μαζί με τα πλείστα ζητήματα που αυτός δημιουργεί, οφείλει να μην περιλαμβάνεται στη λίστα προτεραιοτήτων μίας νεοσύστατης τεχνολογικής εταιρείας. Είναι αδόκιμο για κάποιον που δεν ξέρει αν και πότε θα καταφέρει να έχει κάποια έσοδα, να ασχολείται προκαταβολικά με τη βελτιστοποίηση της φορολογίας τους. Οι ιδρυτές οφείλουν πρωτίστως να δημιουργήσουν εκ του μηδενός μία επιχείρηση, και όταν κατορθώσουν να έχουν σημαντικά έσοδα που δικαιολογούν και τα σημαντικά αρχικά έξοδα του όποιου σχεδιασμού, τότε θα έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν καλές ή λιγότερο καλές φορολογικές πρακτικές.

Επένδυση

Το ύστατο επιχείρημα υπέρ των συνήθων εξωχώριων δικαιοδοσιών αναφέρεται στο ελκυστικό συγκεκριμένων εταιρικών σχημάτων σε πιθανούς μελλοντικούς επενδυτές. Για παράδειγμα, ο λαϊκός μύθος αναφέρει πως, αν κάποιος έχει ως έδρα της εταιρείας του το Delaware, θα βρει πλειάδα Αμερικανών επενδυτών στο κεφαλόσκαλό του, και ούτω καθεξής. Με βάση την περιορισμένη εμπειρία μου, αυτό δεν ισχύει.

Οι θεσμικοί επενδυτές, στην πλειονότητά τους, πρακτικά επιβάλλουν συγκεκριμένη δικαιοδοσία της επιλογής τους. Η υφιστάμενη εταιρική μορφή και η γεωγραφία της παίζει μικρό, αν όχι αμελητέο ρόλο. Αν ένας επενδυτής κρίνει ότι θέλει να τοποθετήσει χρήματα για να αγοράσει μετοχές σε μία εταιρεία, κατά πάσα πιθανότητα θα μετακινήσει την εταιρεία αυτή εκεί που αυτός προτιμά, για μία πληθώρα από αίτια που είναι κάθε άλλο παρά εύκολο να προβλεφθούν. Δεδομένης ωστόσο μιας επένδυσης, το κόστος σύστασης ή μετακίνησης δεν είναι σημαντικό και οι όποιες διαδικασίες είναι ευκολότερα διαχειρίσιμες.

Το αντίστροφο δεν ισχύει, καθώς η δικαιοδοσία από μόνη της δεν αποτελεί αίτιο εκδήλωσης επενδυτικού ενδιαφέροντος. Με άλλα λόγια, είναι περισσότερο σώφρων για τον επιχειρηματία να θέσει ως προτεραιότητα να κάνει τη δουλειά του ευκολότερα και πιο αποδοτικά, επιλέγοντας τη δικαιοδοσία εκείνη που εξυπηρετεί τις δραστηριότητές του και όχι τις υποθετικές προτιμήσεις ενός ιδεατού επενδυτή.

Παραστάσεις και επιχειρήματα όπως τα παραπάνω με ωθούν να χαρακτηρίσω παράλογη την επιλογή μη Ελληνικής εταιρικής μορφής για τη σύσταση τεχνολογικής επιχείρησης από Έλληνες ιδρυτές που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα, χωρίς τη συμμετοχή επενδυτών που υποδεικνύουν το αντίθετο. Για κάποιους, τα όσα παρέθεσα μπορεί να μοιάζουν προφανή, για κάποιους άλλους ρηξικέλευθα. Σε κάθε περίπτωση, φιλοδοξώ το κείμενο αυτό να αποτελέσει απαρχή για μία συζήτηση περί επιλογής δικαιοδοσιών σε ρεαλιστικές βάσεις, στην οποία και παραμένω διαθέσιμος να συνεισφέρω.